προσυντίθεμαι

προσυντίθεμαι
Α
1. συμφωνώ για κάτι εκ τών προτέρων
2. διευθετώ, κανονίζω κάτι εκ τών προτέρων
3. συνάπτω φιλία ή γνωριμία με κάποιον προηγουμένως («προσυντίθεμαι φιλίαν τινὶ ἐπὶ τοῑς αὐτοῑς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συντίθεμαι «διευθετώ, συνάπτω συμφωνία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”